προσεργάζομαι

προσεργάζομαι
4333 προσεργάζομαι
{с.гл., 1}
приносить прибыль, приобретать сверх того или вдобавок (Лк. 19:16).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσεργάζομαι" в других словарях:

  • προσεργάζομαι — Α [ἐργάζομαι] 1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.) 2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.) 3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.) 4. φονεύω… …   Dictionary of Greek

  • προσεργαζομένων — προσεργάζομαι work besides pres part mp fem gen pl προσεργάζομαι work besides pres part mp masc/neut gen pl προσεργάζομαι work besides pres part mp fem gen pl (attic) προσεργάζομαι work besides pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργαζόμενοι — προσεργάζομαι work besides pres part mp masc nom/voc pl προσεργάζομαι work besides pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργασάμενοι — προσεργάζομαι work besides aor part mp masc nom/voc pl προσεργάζομαι work besides aor part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργασάμενος — προσεργάζομαι work besides aor part mp masc nom sg προσεργάζομαι work besides aor part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργασώμεθα — προσεργάζομαι work besides aor subj mp 1st pl προσεργάζομαι work besides aor subj mp 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργάζεσθαι — προσεργάζομαι work besides pres inf mp προσεργάζομαι work besides pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργάζεται — προσεργάζομαι work besides pres ind mp 3rd sg προσεργάζομαι work besides pres ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργάζονται — προσεργάζομαι work besides pres ind mp 3rd pl προσεργάζομαι work besides pres ind mp 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργάσαιτο — προσεργάζομαι work besides aor opt mp 3rd sg προσεργάζομαι work besides aor opt mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεργάσασθαι — προσεργάζομαι work besides aor inf mp προσεργάζομαι work besides aor inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»